- προσκλινές
- προσκλινήςslopingmasc/fem voc sgπροσκλινήςslopingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκλινής — ές, ΝΜΑ [προσκλίνω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το προσκλινές επίπεδη ανώτατη επιφάνεια τού προπετάσματος ενός οχυρώματος ή χαρακώματος νεοελλ. μσν. κεκλιμένος, γερμένος αρχ. 1. προκατειλημμένος, προδιαθετειμένος 2. αδρανής, αργός … Dictionary of Greek